- παραβατός
- παρα-βᾰτός, poet. [full] παρβᾰτός, όν,A to be overcome or overreached,
Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν φρήν A.Supp.1048
(lyr.);κράτος παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει S.Ant.874
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν φρήν A.Supp.1048
(lyr.);κράτος παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει S.Ant.874
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβατός — ή, ό / παραβατός, ή, όν, Α και ποιητ. τ. παρβατός, ΝΜΑ [παραβαίνω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραβεί, να αθετήσει, να παραβιάσει («κράτος δ , ὅτῳ κράτος μέλει, παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει», Σοφ.) … Dictionary of Greek
παραβατόν — παραβατός to be overcome masc/fem acc sg παραβατός to be overcome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβατέ — παραβατός to be overcome masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρβατός — παραβατός to be overcome masc/fem nom sg παρβατός to be overcome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЮЛИАН ФЛАВИЙ КЛАВДИЙ — ЮЛИАН ФЛАВИЙ КЛАВДИЙ (Flavius Claudius Julianus, Ιουλιανός) (331, Константинополь 26.06.363, Месопотамия), римский император, племянник имп. Константина Великого, за отказ от христианства получивший у церковных историков прозвище «Отступник»… … Античная философия
παραβατικός — ή, όν, Α [παραβατός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι διατεθειμένος σε παράβαση, σε αθέτηση 2. αυτός που ανήκει ή ο σχετικός με την παράβαση τής αρχαίας αττικής κωμωδίας. επίρρ... παραβατικῶς Α φρ. «παραβατικῶς ἔχω τινός» είμαι… … Dictionary of Greek
παραβατοῦ — παραβατέω to be a pres imperat mp 2nd sg (attic) παραβατός to be overcome masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβατῶν — παραβάτης one who stands beside masc gen pl παραβατέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) παραβατός to be overcome masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)